- ταλαντεύουσι
- ταλαντεύωbalancepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ταλαντεύωbalancepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαντεύω — ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ 1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί 2. μέσ. ταλαντεύομαι κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω νεοελλ. μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη… … Dictionary of Greek